plurĉela
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plurĉela | plurĉelaj |
αιτιατική | plurĉelan | plurĉelajn |
plurĉela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plurĉela | plurĉelaj |
αιτιατική | plurĉelan | plurĉelajn |
plurĉela (eo)