Δείτε τις παραλλαγές es, -es, .es, ES, Es, , ès, és, êş και περισσότερες μορφές στο es

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ès < (διαχρονικό δάνειο) μέση γαλλική es < παλαιά γαλλική es (το έτος 1050).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε en + les.[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛs/
ομόηχα: → δείτε τις λέξεις ace, esse και s

  Πρόθεση

επεξεργασία

ès (fr)

  1. (παρωχημένο) όσον αφορά, στον τομέα του/της/των
    ⮡  docteur ès lettres
    ⮡  diplôme ès sciences
    ⮡  (νομικός όρος) ès qualités
  2. (απαρχαιωμένο) μέσα, σε

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Αυτή η πρόθεση δεν χρησιμοποιείται πια παρά μόνο σε μερικές εκφράσεις και μόνο μπροστά από ουσιαστικά στον πληθυντικό.

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. es - DMF, Dictionnaire du Moyen Français (1330-1500) [Λεξικό της μέσης γαλλικής], CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
  2. ès - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé