ventre
(Ανακατεύθυνση από à plat ventre)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ventre | ventres |
ventre (fr) αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) η κοιλιά