ventripotent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ventripotent | ventripotents |
θηλυκό | ventripotente | ventripotentes |
Επίθετο
επεξεργασίαventripotent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ventripotent | ventripotents |
θηλυκό | ventripotente | ventripotentes |
ventripotent (fr)