wonderfully
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wonderfully |
συγκριτικός | more wonderfully |
υπερθετικός | most wonderfully |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαwonderfully (en)
- θαυμάσια, υπέροχα
- ⮡ You handled everything wonderfully.
- Αντιμετώπισες τα πάντα θαυμάσια.
- ⮡ The cake turned out wonderfully.
- Το κέικ βγήκε υπέροχα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
- ⮡ You handled everything wonderfully.