void
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
void (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
void | voids |
void (en)
- το κενό, που δεν περιέχει τίποτε
- ↪ He stumbled and found himself in the void.
- Παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό.
- ↪ He stumbled and found himself in the void.
- το κενό, οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια
- ↪ His death left a difficult-to-replace void.
- Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
- ↪ His death left a difficult-to-replace void.
Ρήμα επεξεργασία
void (en)