viennoiserie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- viennoiserie < viennois
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
viennoiserie | viennoiseries |
viennoiserie (fr) θηλυκό
- γενικός όρος για τα κρουασάν, το σταφιδόψωμο, το τσουρέκι, κ.α. που μπορεί να αγοράσει κάποιος σε αρτοπωλείο