ventmuelilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventmuelilo | ventmueliloj |
αιτιατική | ventmuelilon | ventmuelilojn |
ventmuelilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventmuelilo | ventmueliloj |
αιτιατική | ventmuelilon | ventmuelilojn |
ventmuelilo (eo)