muelilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muelilo | mueliloj |
αιτιατική | muelilon | muelilojn |
muelilo (eo)
- ο μύλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muelilo | mueliloj |
αιτιατική | muelilon | muelilojn |
muelilo (eo)