uniformité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- uniformité < δημώδης λατινική uniformitas < uniformis
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
uniformité | uniformités |
uniformité (fr)θηλυκό
- η ομοιομορφία, η ομοιότητα
ενικός | πληθυντικός |
uniformité | uniformités |
uniformité (fr)θηλυκό