undergo
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | undergo |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | undergoes |
αόριστος | underwent |
παθητική μετοχή | undergone |
ενεργητική μετοχή | undergoing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
undergo (en)
ενεστώτας | undergo |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | undergoes |
αόριστος | underwent |
παθητική μετοχή | undergone |
ενεργητική μετοχή | undergoing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
undergo (en)