ενεστώτας undergo
γ΄ ενικό ενεστώτα undergoes
αόριστος underwent
παθητική μετοχή undergone
ενεργητική μετοχή undergoing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
undergo < under- + go

undergo (en)

  • υποβάλλομαι σε, υφίσταμαι, περνάω κάτι, ειδικά μια αλλαγή ή κάτι δυσάρεστο
    ⮡  You need to undergo surgery/treatment.
    Πρέπει να υποβληθείτε σε εγχείρηση/θεραπεία.
    ⮡  We underwent a lot of sacrifice/a humiliating setback.
    Υποστήκαμε πολλές θυσίες/δεινός πλήγμα.
    ⮡  We underwent a lot of distress.
    Περάσαμε πολλές στενοχώριες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience