Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό traversier traversiers
θηλυκό traversière traversières

traversier (fr)

  1. που διασχίζει
  2. (μουσική) (για όργανο) που παίζεται στο πλάι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
traversier traversiers

traversier (fr) αρσενικό

  1. πλοίο που διασχίζει ποτάμια ή λίμνες επιτρέποντας σε πεζούς και οχήματα να περάσουν στην άλλη όχθη