traversier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | traversier | traversiers |
θηλυκό | traversière | traversières |
traversier (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
traversier | traversiers |
traversier (fr) αρσενικό