Ετυμολογία

επεξεργασία
tire-fond < tirer + fond
 
tire-fonds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tire-fond tire-fonds

tire-fond (fr) αρσενικό

  1. σιδερένιος δακτύλιος που απολήγει σε βίδα και χρησιμεύει στο να ανεβάζει τον πάτο ενός βαρελιού και να στηρίζεται στο τοίχωμά του
  2. είδος ξύλινης βίδας
  3. χοντρή ξύλινη βίδα που συνδέει μια σιδηροτροχιά πάνω σε μια τραβέρσα