tense up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tense up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tenses up |
αόριστος | tensed up |
παθητική μετοχή | tensed up |
ενεργητική μετοχή | tensing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtense up (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τεντώνω, τεντώνομαι
Πηγές
επεξεργασία- tense up - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: τεντώνω