teatrejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teatrejo | teatrejoj |
αιτιατική | teatrejon | teatrejojn |
teatrejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teatrejo | teatrejoj |
αιτιατική | teatrejon | teatrejojn |
teatrejo (eo)