ενικός πληθυντικός
talus talus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

talus (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) κλίση
  2. χωράφι με μεγάλη κλίση
  3. λοφίσκος, βουναλάκι, τύμβος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

talus (la) αρσενικό

  1. (ανατομία) αστράγαλος
  2. (ανατομία) φτέρνα
  3. (για αρπακτικό πτηνό) νύχι
  4. κόκκαλο από αρθρώσεις ζώων που χρησιμοποιείται για παιχνίδια
  5. (στον πληθυντικό) παιχνίδι με ζάρια