tacit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tacit |
συγκριτικός | more tacit |
υπερθετικός | most tacit |
Επίθετο
επεξεργασίαtacit (en)
- σιωπηρός, αυτός που δεν εκφράζεται ανοιχτά αλλά υπονοείται
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tacit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791. ISBN 9780194325684., λήμμα: σιωπηρός