synagogue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
synagogue | synagogues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsynagogue (en)
- (ιουδαϊσμός) η συναγωγή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
synagogue | synagogues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsynagogue (fr) θηλυκό