Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
surf surfs

surf (en)

  1. το κύμα που σκάσει στην ακτή
  2. το σέρφινγκ
     συνώνυμα: surfing
ενεστώτας surf
γ΄ ενικό ενεστώτα surfs
αόριστος surfed
παθητική μετοχή surfed
ενεργητική μετοχή surfing

surf (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

surf (it)