surf
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
surf | surfs |
surf (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | surf |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surfs |
αόριστος | surfed |
παθητική μετοχή | surfed |
ενεργητική μετοχή | surfing |
surf (en)
- σερφάρω, κάνω γουίντ σερφ
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
surf (it)