άντρας σερφάρει στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερφάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf + κατάληξη -άρω

σερφάρω, αόρ.: σερφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταφορικά, διαδικτυακή αργκό) πλοηγώ στο διαδίκτυο
    ⮡  όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ
  2. (σπανιότερα, αθλητισμός) κάνω (θαλάσσιο) σέρφινγκ, ασκώ το άθλημα της θαλάσσιας σανίδας
    ⮡  δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία