παραθετικά
θετικός summarily
συγκριτικός more summarily
υπερθετικός most summarily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
summarily < summary + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

summarily (en)

  1. συνοπτικά, περιληπτικά, σε σύντομο χρονικό διάστημα
    ⮡  He referred to the prior events summarily.
    Aναφέρθηκε στα προγενέστερα γεγονότα περιληπτικά.
     συνώνυμα: briefly
  2. με συνοπτικές διαδικασίες