summarily
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | summarily |
συγκριτικός | more summarily |
υπερθετικός | most summarily |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsummarily (en)
- συνοπτικά, περιληπτικά, σε σύντομο χρονικό διάστημα
- με συνοπτικές διαδικασίες