strabulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strabulo | strabuloj |
αιτιατική | strabulon | strabulojn |
strabulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strabulo | strabuloj |
αιτιατική | strabulon | strabulojn |
strabulo (eo)