Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός sticky
συγκριτικός stickier
υπερθετικός stickiest

sticky (en)

  1. κολλητικός, κολλώδης, που είναι φτιαγμένο ή καλυμμένο με ουσία που κολλάει σε πράγματα που το αγγίζουν
    ⮡  a sticky substance - κολλητική ουσία
    ⮡  sticky fingers - δάχτυλα που κολλάνε
    ⮡  sticky caramels - καραμέλες που κολλάνε
  2. για χαρτί, ετικέτες κτλ. με κόλλα από τη μια πλευρά για να μπορώ να το κολλήσω σε επιφάνεια
    ⮡  sticky labels - ετικέτες με κόλλα
  3. (ανεπίσημο) δύστροπος
    ⮡  The manager of the bank was being sticky about the loan.
    Ο διευθυντής της τράπεζας δυστροπούσε για το δάνειο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sticky stickies

sticky (en)

  • το χαρτάκι σημειώσεων, μικρό κομμάτι χαρτί με μια κολλητική λωρίδα στη μία πλευρά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη post-it note