sticky
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sticky |
συγκριτικός | stickier |
υπερθετικός | stickiest |
sticky (en)
- κολλητικός, κολλώδης, που είναι φτιαγμένο ή καλυμμένο με ουσία που κολλάει σε πράγματα που το αγγίζουν
- ⮡ a sticky substance - κολλητική ουσία
- ⮡ sticky fingers - δάχτυλα που κολλάνε
- ⮡ sticky caramels - καραμέλες που κολλάνε
- για χαρτί, ετικέτες κτλ. με κόλλα από τη μια πλευρά για να μπορώ να το κολλήσω σε επιφάνεια
- ⮡ sticky labels - ετικέτες με κόλλα
- (ανεπίσημο) δύστροπος
- ⮡ The manager of the bank was being sticky about the loan.
- Ο διευθυντής της τράπεζας δυστροπούσε για το δάνειο.
- ⮡ The manager of the bank was being sticky about the loan.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sticky | stickies |
sticky (en)
- το χαρτάκι σημειώσεων, μικρό κομμάτι χαρτί με μια κολλητική λωρίδα στη μία πλευρά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη post-it note