Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός steeply
συγκριτικός more steeply
υπερθετικός most steeply

  Ετυμολογία επεξεργασία

steeply < steep + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

steeply (en)

  • απότομα
    The road climbs steeply towards the mountain.
    Ο δρόμος ανεβαίνει απότομα προς το βουνό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abruptly