springboard
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
springboard | springboards |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
springboard (en)
- ο βατήρας για κατάδυση
- (μεταφορικά) εφαλτήριο
ενικός | πληθυντικός |
springboard | springboards |
springboard (en)