diving board
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diving board | diving boards |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
diving board (en)
- ο βατήρας για κατάδυση
- ↪ diving board for a private pool - βατήρας για ιδιωτική πισίνα
- ≈ συνώνυμα: springboard
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- springboard στην αγγλική Βικιπαίδεια