sporto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sporto | sportoj |
αιτιατική | sporton | sportojn |
sporto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sporto | sportoj |
αιτιατική | sporton | sportojn |
sporto (eo)