Ετυμολογία

επεξεργασία
souffleur < souffler

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό souffleur souffleurs
θηλυκό souffleuse souffleuses

souffleur (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό souffleur souffleurs
θηλυκό souffleuse souffleuses

souffleur (fr)

  1. ο υαλοφυσητής
  2. ο υποβολέας στο θέατρο

Εκφράσεις

επεξεργασία