Ετυμολογία

επεξεργασία
sinjora < sinjor + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sinjora sinjoraj
αιτιατική sinjoran sinjorajn

sinjora (eo)

tia estas la sinjora volo - τέτοια είναι η θέληση του κυρίου/της κυρίας