Ετυμολογία

επεξεργασία
sinjor- < ιταλική signore, ισπανική señor, γαλλική seigneur...

sinjor- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: κύριος

Παράγωγα

επεξεργασία