ŝipo
(Ανακατεύθυνση από shipo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝipo | ŝipoj |
αιτιατική | ŝipon | ŝipojn |
ŝipo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝipo | ŝipoj |
αιτιατική | ŝipon | ŝipojn |
ŝipo (eo)