shell out
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | shell out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shells out |
αόριστος | shelled out |
παθητική μετοχή | shelled out |
ενεργητική μετοχή | shelling out |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
shell out (en)
- (μεταβατικό, αμετάβατο, λαϊκότροπο) πληρώνω, τα σκάω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω