shart
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shart | sharts |
Ετυμολογία
επεξεργασία- shart < συμφυρμός των shit + fart (μαρτυρείται από το 2003)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαshart (en)
- (νεολογισμός, συχνά χυδαίο) αθέλητη, ταυτόχρονη διαφυγή περιττωμάτων και αερίων (πορδή)
Πηγές
επεξεργασία- shart - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)