Ετυμολογία

επεξεργασία
sesio < sesi- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sesio sesioj
αιτιατική sesion sesiojn

sesio (eo)

  1. η συνεδρίαση, η σύνοδος
  2. το χρονικό διάστημα που βαστά μια συνεδρίαση, σύνοδος, κλπ