studsesio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studsesio | studsesioj |
αιτιατική | studsesion | studsesiojn |
studsesio (eo)
- συνεδρίαση με σκοπό τη μελέτη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studsesio | studsesioj |
αιτιατική | studsesion | studsesiojn |
studsesio (eo)