senkompata
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkompata | senkompataj |
αιτιατική | senkompatan | senkompatajn |
senkompata (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkompata | senkompataj |
αιτιατική | senkompatan | senkompatajn |
senkompata (eo)