semisecco
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | semisecco | semisecci |
θηλυκό | semisecca | semisecce |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.miˈsek.ko/
Επίθετο
επεξεργασίαsemisecco (it)
Πηγές
επεξεργασία- semisecco - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).