παραθετικά
θετικός seasonal
συγκριτικός more seasonal
υπερθετικός most seasonal

  Ετυμολογία

επεξεργασία
seasonal < season + -al

  Επίθετο

επεξεργασία

seasonal (en)

  • εποχιακός, εποχικός, της εποχής
    ⮡  seasonal unemployment - εποχική ανεργία
    ⮡  seasonal fluctuations/businesses - εποχικές διακυμάνσεις/δουλειές
    ⮡  seasonal fruits/vegetables - φρούτα/λαχανικά εποχής