Ετυμολογία

επεξεργασία
sciroccato < scirocco

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό sciroccato sciroccati
θηλυκό sciroccata sciroccate

sciroccato (it)

  1. Αναφέρεται σε ένα άτομο με μια στάση παρόμοια με τη σύγχυση ή ζάλη, η οποία μπορεί να προκληθεί από τον ζεστό αέρα scirocco
  2. (μεταφορικά) ονειροπόλος