salary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salary < λατινική salarium (χρηματικό επίδομα σε στρατιώτες για αγορά αλατιού) (πρώτη εμφάνιση τον 14ο αι.)[1] < sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₂l-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
salary | salaries |
salary (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | salary |
γ΄ ενικό ενεστώτα | salaries |
αόριστος | salaried |
παθητική μετοχή | salaried |
ενεργητική μετοχή | salarying |
salary (en)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Crystal, David (2011). Ένα μικρό βιβλίο για τη γλώσσα (2η έκδοση). Πατάκης. σελ. 234.