rotule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rotule | rotules |
rotule (fr) θηλυκό
- (ανατομία) επιγονατίδα, το τριγωνικό οστό
- (τεχνολογία) άρθρωση αποτελούμενη από ένα σφαιρικό εξάρτημα που κινείται σε έναν στρογγυλό θάλαμο
Εκφράσεις
επεξεργασία- être sur les rotules: είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι πτώμα, είμαι ψόφιος