roselet
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- roselet < υποκοριστικό του rose (τριαντάφυλλο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
roselet | roselets |
roselet (fr) αρσενικό
- (κυριολεκτικά) το τριανταφυλλάκι
- μια ερμίνα με το θερινό της, κοκκινωπό, τρίχωμα
- η γούνα μιας ερμίνας