γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό remontant remontants
θηλυκό remontante remontantes

  Επίθετο

επεξεργασία

remontant (fr)

  1. (βοτανική) λέγεται για φυτά που βγάζουν άνθη και καρπούς για δεύτερη φορά, εκτός από την κανονική τους εποχή
  2. ενθαρρυντικός, τονωτικός