rekonilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekonilo | rekoniloj |
αιτιατική | rekonilon | rekonilojn |
rekonilo (eo)
- σημάδι, σινιάλο για την αναγνώριση κάποιου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekonilo | rekoniloj |
αιτιατική | rekonilon | rekonilojn |
rekonilo (eo)