réducteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réducteur | réducteurs |
réducteur (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réducteur | réducteurs |
θηλυκό | réductrice | réductrices |
réducteur (fr)