Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
réducteur
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
réducteur
réducteurs
réducteur
(fr)
αρσενικό
εξάρτημα
ενός
κινητήρα
που ελαττώνει τις
στροφές
του
Επίθετο
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
réducteur
réducteurs
θηλυκό
réductrice
réductrices
réducteur
(fr)
που
μειώνει
, που
υποτιμά
κάτι