récidive
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- récidive < μεσαιωνική λατινική recidiva < λατινική recidivus < recidere
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
récidive | récidives |
récidive (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η υποτροπίαση, η υποτροπή
- (νομικός όρος) η επανάληψη κάποιου εγκλήματος για το οποίο κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί, η υποτροπή
- η επανάληψη κάποιου σφάλματος, κάποιου λάθους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη récidiver