Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
récidive récidives

récidive (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η υποτροπίαση, η υποτροπή
  2. (νομικός όρος) η επανάληψη κάποιου εγκλήματος για το οποίο κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί, η υποτροπή
  3. η επανάληψη κάποιου σφάλματος, κάποιου λάθους

Συγγενικά

επεξεργασία