pruntovorto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntovorto | pruntovortoj |
αιτιατική | pruntovorton | pruntovortojn |
pruntovorto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntovorto | pruntovortoj |
αιτιατική | pruntovorton | pruntovortojn |
pruntovorto (eo)