Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pruntovorto < prunto + vorto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pruntovorto pruntovortoj
αιτιατική pruntovorton pruntovortojn

pruntovorto (eo)