prunto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prunto | pruntoj |
αιτιατική | prunton | pruntojn |
prunto (eo)
- το δάνειο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prunto | pruntoj |
αιτιατική | prunton | pruntojn |
prunto (eo)