provinco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provinco | provincoj |
αιτιατική | provincon | provincojn |
provinco (eo)
- επαρχία, περιοχή, γεωγραφικό διαμέρισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | provinco | provincoj |
αιτιατική | provincon | provincojn |
provinco (eo)