postveturilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postveturilo | postveturiloj |
αιτιατική | postveturilon | postveturilojn |
postveturilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postveturilo | postveturiloj |
αιτιατική | postveturilon | postveturilojn |
postveturilo (eo)